Με τον νόμο 3851/2010, ο οποίος θέσπιζε άκρως ανταγωνιστικές τιμές πωλήσεως της ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς (feed-in-tariff), αλλά και τις τότε συνεχώς μειούμενες τιμές του απαραίτητου εξοπλισμού, μεγάλος αριθμός επενδυτών έσπευσε να αδειοδοτήσει και να κατασκευάσει Φ/Β μονάδες σε ολόκληρη την Ελληνική επικράτεια την περίοδο 2010-2013.
Πράγματι, η εγκατεστημένη ισχύς όλων των τύπων Φ/Β σταθμών στο διασυνδεδεμένο σύστημα ήταν 2444 MW μέχρι τον Οκτώβριο 2016. Παρά τις επανειλημμένες μειώσεις της τιμής πωλήσεως της ηλεκτρικής ενέργειας με μεταγενέστερους νόμους (Ν.4093/2012, 4152/2013, 4254/2014) η επένδυση σε Φ/Β μονάδες παρέμεινε προσοδοφόρα και ανταγωνιστική προς οποιαδήποτε άλλη δυνατή διέξοδο επένδυσης διαθέσιμη στον πολίτη, εφ’ όσον δεν υπήρξε κάποια καθυστέρηση κατά την αδειοδοτική διαδικασία.
Ωστόσο, πολλοί ενδιαφερόμενοι, κατά την προσπάθεια αδειοδοτήσεως της επένδυσής τους, έπεσαν στο σκόπελο της ΔΕΗ και αργότερα του ΔΕΔΔΗΕ οι οποίοι είτε απάντησαν με μεγάλη καθυστέρηση, ή, σε πολλές περιπτώσεις, δεν απάντησαν καθόλου στην αίτηση σύνδεσης του Φ/Β σταθμού στο δίκτυο διανομής, παρά την ρητή πρόβλεψη του άρθρου 8 § 4 του ν. 3468/2006 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 187 § 2 του ν. 4001/2011, για χορήγηση προσφοράς συνδέσεως εντός αυστηρής προθεσμίας 4 μηνών, αν δεν υφίσταται κάποιος περιορισμός (π.χ. κορεσμός) του δικτύου διανομής. Άλλοι ενδιαφερόμενοι είδαν την επένδυσή τους να σταματάει κατά την προσπάθεια τους να συνάψουν την σύμβαση σύνδεσης καθώς δεν ικανοποιήθηκε το αίτημα τους εντός της προθεσμίας των 3 μηνών (σύμφωνα με το άρθρο 11 § 4 του ν. 3468/2006 όπως τροποποιήθηκε από τον ν. 4093/2012). Οι καθυστερήσεις αυτές οδήγησαν πολλές εν δυνάμει επενδύσεις είτε σε εκ των πραγμάτων ακύρωση λόγω μηδέποτε δοθείσης απάντησης είτε σε μικρότερες τιμές πωλήσεως της ηλεκτρικής ενέργειας με αποτέλεσμα την ακύρωση λόγω μικρής ή ακόμα και αρνητικής οικονομικής απόδοσης, ή την σημαντική μείωση των κερδών της εν λειτουργία επενδύσεως.
Η μερική ή ολική παράλειψη, του αρμόδιου κάθε φορά προς απάντηση, φορέα (ΔΕΗ-ΔΕΔΔΗΕ) δεν βρίσκει πουθενά νομικό έρεισμα καθώς ρητά ορίζεται στα άρθ. 8 παρ.4 και αρθ.11 παρ.4 η δέσμια αρμοδιότητα του προς θετική απάντηση και εν συνεχεία προς σύναψη σύμβασης σύνδεσης και συνεπώς συνδέεται άμεσα με την απώλεια μέρους ή συνόλου, μελλοντικών οικονομικών αξιώσεων για πολλούς από τους παραπάνω αιτούντες, συνιστώσα για τον λόγο αυτό αδικοπραξία τελούμενη δια παραλείψεως κατά της οποίας μπορεί να ασκηθεί αγωγή ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων σε βάθος πενταετίας, συμπληρωμένης την 31/12 του έτους που αυτή υπολογίζεται (π.χ. απαίτηση από παράλειψη εμπρόθεσμης απάντησης που έπρεπε να δοθεί εντός του Ιανουαρίου 2012, παραγράφεται στις 31/12/2017).
Συνεπώς μέχρι και σήμερα είναι δυνατή η δικαστική διεκδίκηση αποζημιώσεων που πηγάζουν από καθυστερημένες ή ανύπαρκτες απαντήσεις του αρμόδιου φορέα, οι οποίες έπρεπε να δοθούν έως και την 01/01/2012, (δηλαδή για αιτήσεις σύνδεσης που έγιναν μέχρι 01/09/2011, είτε για αιτήσεις σύναψης σύμβασης σύνδεσης που έγιναν έως και 01/10/2011 και οι οποίες δεν ικανοποιήθηκαν εμπρόθεσμα).
Οι δικαιούχοι των απαιτήσεων αυτών δύνανται να αξιώσουν τόσο την ενεργητική τους ζημία ( δαπάνες στις οποίες τυγχόν προέβησαν προς σύναψη της σύμβασης σύνδεσης με τη ΔΕΗ, όπως τοπογραφικά σχέδια, μελέτες ενεργειακής απόδοσης, ενοικιάσεις χώρων προς τοποθέτηση των Φ/Β συστημάτων, κ.λ.π.), όσο και το διαφυγόν τους κέρδος (εισοδήματα που απώλεσαν λόγω της αδικαιοπρακτικής συμπεριφοράς).